περιχαραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
περιχαραγμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου περιχαράζω / περιχαράσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιχαραγμένος
|
περιχαραγμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου περιχαράζω / περιχαράσσω
|