Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαράζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χαράζω

  Ρήμα επεξεργασία

χαράζομαι

  • αφήνω πάνω μου σημάδια χρησιμοποιώντας ένα αιχμηρό αντικείμενο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία