φκιάχνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φκιάχνω < φτιάχνω με αποβολή του [t] για απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [ftx̃áxno > fk̃áxno] και ανομoίωση τρόπου άρθρωσης [fx̃ > fk̃][1]
Ρήμα
επεξεργασίαφκιάχνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φκιάχνω | έφκιαχνα | θα φκιάχνω | να φκιάχνω | φκιάχνοντας | |
β' ενικ. | φκιάχνεις | έφκιαχνες | θα φκιάχνεις | να φκιάχνεις | φκιάχνε | |
γ' ενικ. | φκιάχνει | έφκιαχνε | θα φκιάχνει | να φκιάχνει | ||
α' πληθ. | φκιάχνουμε | φκιάχναμε | θα φκιάχνουμε | να φκιάχνουμε | ||
β' πληθ. | φκιάχνετε | φκιάχνατε | θα φκιάχνετε | να φκιάχνετε | φκιάχνετε | |
γ' πληθ. | φκιάχνουν(ε) | έφκιαχναν φκιάχναν(ε) |
θα φκιάχνουν(ε) | να φκιάχνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφκιαξα | θα φκιάξω | να φκιάξω | φκιάξει | ||
β' ενικ. | έφκιαξες | θα φκιάξεις | να φκιάξεις | φκιάξε | ||
γ' ενικ. | έφκιαξε | θα φκιάξει | να φκιάξει | |||
α' πληθ. | φκιάξαμε | θα φκιάξουμε | να φκιάξουμε | |||
β' πληθ. | φκιάξατε | θα φκιάξετε | να φκιάξετε | φκιάξτε | ||
γ' πληθ. | έφκιαξαν φκιάξαν(ε) |
θα φκιάξουν(ε) | να φκιάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φκιάξει | είχα φκιάξει | θα έχω φκιάξει | να έχω φκιάξει | ||
β' ενικ. | έχεις φκιάξει | είχες φκιάξει | θα έχεις φκιάξει | να έχεις φκιάξει | έχε φκιαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει φκιάξει | είχε φκιάξει | θα έχει φκιάξει | να έχει φκιάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φκιάξει | είχαμε φκιάξει | θα έχουμε φκιάξει | να έχουμε φκιάξει | ||
β' πληθ. | έχετε φκιάξει | είχατε φκιάξει | θα έχετε φκιάξει | να έχετε φκιάξει | έχετε φκιαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν φκιάξει | είχαν φκιάξει | θα έχουν φκιάξει | να έχουν φκιάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φκιαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φκιαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φκιαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φκιαγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φκιάχνομαι | φκιαχνόμουν(α) | θα φκιάχνομαι | να φκιάχνομαι | ||
β' ενικ. | φκιάχνεσαι | φκιαχνόσουν(α) | θα φκιάχνεσαι | να φκιάχνεσαι | (φκιάχνου) | |
γ' ενικ. | φκιάχνεται | φκιαχνόταν(ε) | θα φκιάχνεται | να φκιάχνεται | ||
α' πληθ. | φκιαχνόμαστε | φκιαχνόμαστε φκιαχνόμασταν |
θα φκιαχνόμαστε | να φκιαχνόμαστε | ||
β' πληθ. | φκιάχνεστε | φκιαχνόσαστε φκιαχνόσασταν |
θα φκιάχνεστε | να φκιάχνεστε | (φκιάχνεστε) | |
γ' πληθ. | φκιάχνονται | φκιάχνονταν φκιαχνόντουσαν |
θα φκιάχνονται | να φκιάχνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φκιάχτηκα | θα φκιαχτώ | να φκιαχτώ | φκιαχτεί | ||
β' ενικ. | φκιάχτηκες | θα φκιαχτείς | να φκιαχτείς | φκιάξου | ||
γ' ενικ. | φκιάχτηκε | θα φκιαχτεί | να φκιαχτεί | |||
α' πληθ. | φκιαχτήκαμε | θα φκιαχτούμε | να φκιαχτούμε | |||
β' πληθ. | φκιαχτήκατε | θα φκιαχτείτε | να φκιαχτείτε | φκιαχτείτε | ||
γ' πληθ. | φκιάχτηκαν φκιαχτήκαν(ε) |
θα φκιαχτούν(ε) | να φκιαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φκιαχτεί | είχα φκιαχτεί | θα έχω φκιαχτεί | να έχω φκιαχτεί | φκιαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις φκιαχτεί | είχες φκιαχτεί | θα έχεις φκιαχτεί | να έχεις φκιαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει φκιαχτεί | είχε φκιαχτεί | θα έχει φκιαχτεί | να έχει φκιαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φκιαχτεί | είχαμε φκιαχτεί | θα έχουμε φκιαχτεί | να έχουμε φκιαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε φκιαχτεί | είχατε φκιαχτεί | θα έχετε φκιαχτεί | να έχετε φκιαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φκιαχτεί | είχαν φκιαχτεί | θα έχουν φκιαχτεί | να έχουν φκιαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φκιαγμένος - είμαστε, είστε, είναι φκιαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φκιαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φκιαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φκιαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φκιαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φκιαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φκιαγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φκιάχνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φκιάχνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας