Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εβδομαδιαίο

  1. εβδομαδιαίος, στην αιτιατική του ενικού

εβδομαδιαίο, ουδέτερο του εβδομαδιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού