Δείτε επίσης: Περγαμηνή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περγαμηνή οι περγαμηνές
      γενική της περγαμηνής των περγαμηνών
    αιτιατική την περγαμηνή τις περγαμηνές
     κλητική περγαμηνή περγαμηνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Νομικός κώδικας του Βινοντόλ σε περγαμηνή. Χρονολογείται από το 1288 και είναι γραμμένος στο γλαγολιτικό αλφάβητο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περγαμηνή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Περγαμηνή, θηλυκό του Περγαμηνός < Πέργαμος (Μικρασιατική πόλη, όπου κατασκευάζονταν περγαμηνές)[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peɾ.ɣa.miˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περ‐γα‐μη‐νή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περγαμηνή θηλυκό

  1. (γραφική ύλη) δέρμα κατεργασμένο έτσι, ώστε να μπορεί κανείς να γράψει πάνω σε αυτό
  2. το έγγραφο που είναι γραμμένο σε αυτή τη γραφική ύλη
  3. (στον πληθυντικό περγαμηνές) τα πτυχία και οι τιμητικές διακρίσεις ενός επιστήμονα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

περγαμηνή

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. περγαμηνή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. περγαμηνήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)