περγαμηνή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περγαμηνή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Περγαμηνή, θηλυκό του Περγαμηνός < Πέργαμος (Μικρασιατική πόλη, όπου κατασκευάζονταν περγαμηνές)
- (για το πτυχίο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική parchemin < υστερολατινική pergamena < ελληνιστική κοινή Περγαμηνή[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peɾ.ɣa.miˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : περ‐γα‐μη‐νή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεργαμηνή θηλυκό
- δέρμα κατεργασμένο έτσι, ώστε να μπορεί κανείς να γράψει πάνω σε αυτό
- το έγγραφο που είναι γραμμένο σε αυτή τη γραφική ύλη
- (στον πληθυντικό) τα πτυχία και οι τιμητικές διακρίσεις ενός επιστήμονα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- περγαμηνή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ περγαμηνή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας