parchment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parchment | parchments |
Ετυμολογία
επεξεργασία- parchment < (κληρονομημένο) μέση αγγλική parchemyn, parchement < παλαιά γαλλική parchemin < …[1] Περισσότερα στο γαλλικό parchemin
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɑːtʃmənt/ (βρετανικό) ⓘ
- ΔΦΑ : /ˈpʰɑɹt͡ʃmənt/ (αμερικανικό) ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαparchment (en)
- (γραφική ύλη) η περγαμηνή
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- parchment - Oxford Learner's Dictionaries
- parchment - Cambridge Dictionary online