ενικός         πληθυντικός  
parchemin parchemins

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

parchemin (fr) αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. parchemin - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
  2. περγαμηνή (σχόλιο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. parchemin στο γαλλικό Βικιλεξικό fr.wiktionary.org