ενικός         πληθυντικός  
parchemin parchemins

  Ετυμολογία

επεξεργασία
parchemin < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική parchemin < δημώδης λατινική pargeminus < υστερολατινική pergamema (εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως pellis (δορά, διφθέρα) < ελληνιστική κοινή Περγαμηνή, με την επίδραση[1] ή συγχώνευση[2] του όρου parthica (εννοείται pellis) < ελληνιστική κοινή Παρθική.[3] Συγγενή: αγγλική parchment, ολλανδική perkament.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paʁ.ʃə.mɛ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

parchemin (fr) αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. parchemin - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
  2. περγαμηνή (σχόλιο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. parchemin στο γαλλικό Βικιλεξικό