parchemin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paʁ.ʃə.mɛ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parchemin | parchemins |
parchemin (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
parchemin | parchemins |
parchemin (fr) αρσενικό