Περγαμηνή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Περγαμηνή | αἱ | Περγαμηναί | ||||
γενική | τῆς | Περγαμηνῆς | τῶν | Περγαμηνῶν | ||||
δοτική | τῇ | Περγαμηνῇ | ταῖς | Περγαμηναῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | Περγαμηνήν | τὰς | Περγαμηνᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | Περγαμηνή | Περγαμηναί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Περγαμηνᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Περγαμηναῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Περγαμηνή (ελληνιστική κοινή): ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Περγαμηνός· εννοείται θηλυκό ουσιαστικό με σημασίες όπως περιοχή, γῆ, διφθέρα, δορά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΠεργαμηνή, -ῆς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- περιοχή της Μυσίας, της Περγάμου
- ⮡ ἡ Περγαμηνή
- (γραφική ύλη) η περγαμηνή
Απόγονοι
επεξεργασίαΠεργαμηνή (ελληνιστική κοινή)
- ⇘ νέα ελληνικά: περγαμηνή
- ↷ υστερολατινικά: pergamena
- ⇘ ιταλικά: pergamena
- → ισπανικά: pergamino
- → πορτογαλικά: pergaminho
Δείτε και συγχώνευση parthica (παρθική [δορά, διφθέρα]) + pergamena (περγαμηνή [δορά, διφθέρα]) για γλώσσες όπως: γαλλική parchemin, αγγλική parchment (στο pergamena#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό)
Πηγές
επεξεργασία- Περγαμηνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.