Δείτε επίσης: περγαμηνή
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Περγαμηνή αἱ Περγαμηναί
      γενική τῆς Περγαμηνῆς τῶν Περγαμηνῶν
      δοτική τῇ Περγαμην ταῖς Περγαμηναῖς
    αιτιατική τὴν Περγαμηνήν τὰς Περγαμηνᾱ́ς
     κλητική ! Περγαμηνή Περγαμηναί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Περγαμηνᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  Περγαμηναῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Περγαμηνή, -ῆς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. περιοχή της Μυσίας, της Περγάμου
      Περγαμηνή
  2. (γραφική ύλη) η περγαμηνή

Απόγονοι

επεξεργασία

Περγαμηνή (ελληνιστική κοινή)

νέα ελληνικά: περγαμηνή
υστερολατινικά: pergamena
ιταλικά: pergamena
ισπανικά: pergamino
πορτογαλικά: pergaminho

Δείτε και συγχώνευση parthica (παρθική [δορά, διφθέρα]) + pergamena (περγαμηνή [δορά, διφθέρα]) για γλώσσες όπως: γαλλική parchemin, αγγλική parchment (στο pergamena#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό)