Δείτε επίσης: Περγαμηνός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περγαμηνός η περγαμηνή το περγαμηνό
      γενική του περγαμηνού της περγαμηνής του περγαμηνού
    αιτιατική τον περγαμηνό την περγαμηνή το περγαμηνό
     κλητική περγαμηνέ περγαμηνή περγαμηνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περγαμηνοί οι περγαμηνές τα περγαμηνά
      γενική των περγαμηνών των περγαμηνών των περγαμηνών
    αιτιατική τους περγαμηνούς τις περγαμηνές τα περγαμηνά
     κλητική περγαμηνοί περγαμηνές περγαμηνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περγαμηνός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Περγαμηνός. Δείτε και τη λατινική pergamenus.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peɾ.ɣa.miˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περ‐γα‐μη‐νός

  Επίθετο

επεξεργασία

περγαμηνός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία