περγαμηνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περγαμηνός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Περγαμηνός. Δείτε και τη λατινική pergamenus.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peɾ.ɣa.miˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : περ‐γα‐μη‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαπεργαμηνός, -ή, -ό
- (παλαιογραφία) που είναι φτιαγμένος από περγαμηνή
- ※ άλλαξε και η μορφή του βιβλίου από τον παπυρικό κύλινδρο στον περγαμηνό κώδικα
- Περί βιβλιοθηκών, Βυζαντινή εποχή @aboutlibraries.gr, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης.
- ※ άλλαξε και η μορφή του βιβλίου από τον παπυρικό κύλινδρο στον περγαμηνό κώδικα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη περγαμηνή (θηλυκό)