Δείτε επίσης: περγαμηνός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Περγαμηνός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Πέργαμ(ος) + -ηνός
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό: ανδρικό όνομα, θηλυκό Περγαμηνή.

  Επίθετο

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Περγαμηνός Περγαμηνή τὸ Περγαμηνόν
      γενική τοῦ Περγαμηνοῦ τῆς Περγαμηνῆς τοῦ Περγαμηνοῦ
      δοτική τῷ Περγαμην τῇ Περγαμην τῷ Περγαμην
    αιτιατική τὸν Περγαμηνόν τὴν Περγαμηνήν τὸ Περγαμηνόν
     κλητική ! Περγαμηνέ Περγαμηνή Περγαμηνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Περγαμηνοί αἱ Περγαμηναί τὰ Περγαμηνᾰ́
      γενική τῶν Περγαμηνῶν τῶν Περγαμηνῶν τῶν Περγαμηνῶν
      δοτική τοῖς Περγαμηνοῖς ταῖς Περγαμηναῖς τοῖς Περγαμηνοῖς
    αιτιατική τοὺς Περγαμηνούς τὰς Περγαμηνᾱ́ς τὰ Περγαμηνᾰ́
     κλητική ! Περγαμηνοί Περγαμηναί Περγαμηνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Περγαμηνώ τὼ Περγαμηνᾱ́ τὼ Περγαμηνώ
      γεν-δοτ τοῖν Περγαμηνοῖν τοῖν Περγαμηναῖν τοῖν Περγαμηνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Περγαμηνός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. που σχετίζεται ή ανήκει στην πόλη της Περγάμου της Μυσίας στη Μικρά Ασία
  2. (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από την Πέργαμο της Μυσίας ή κατοικεί εκεί
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας, κεφάλαιο 11 @scaife.perseus
    καὶ Νίκην στεφανηφόρον καθιεμένην ὑπὸ τῶν Περγαμηνῶν ἐπʼ αὐτὸν ἔκ τινων ὀργάνων ἄνωθεν ὅσον οὔπω τῆς κεφαλῆς ψαύουσαν
    [για άγαλμα:] και Νίκη στεφηνοφόρο που κατέβαινε από τους Περγαμηνούς (την κατέβαζαν οι Περγαμηνοί) πάνω του [στον Μιθριδάτη] από κάτι όργανα από πάνω, οσονούπω (που κόντευε να) θα άγγιζε το κεφάλι του
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Γυναικῶν ἀρεταί, 23 @scaife.perseus
    γύναιον δὲ Περγαμηνόν
     συνώνυμα: Περγάμιος, Περγαμίδης

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Περγαμηνός (ελληνιστική κοινή)

νέα ελληνικά: περγαμηνός → δείτε και τις λέξεις Περγαμηνή και περγαμηνή
λατινικά: pergamenus → δείτε και τη λέξη pergamena

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Περγαμηνός οἱ Περγαμηνοί
      γενική τοῦ Περγαμηνοῦ τῶν Περγαμηνῶν
      δοτική τῷ Περγαμην τοῖς Περγαμηνοῖς
    αιτιατική τὸν Περγαμηνόν τοὺς Περγαμηνούς
     κλητική ! Περγαμηνέ Περγαμηνοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Περγαμηνώ
γεν-δοτ τοῖν  Περγαμηνοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Περγαμηνός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)