Περγαμίδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Περγαμίδης | οἱ | Περγαμίδαι | ||||
γενική | τοῦ | Περγαμίδου | τῶν | Περγαμιδῶν | ||||
δοτική | τῷ | Περγαμίδῃ | τοῖς | Περγαμίδαις | ||||
αιτιατική | τὸν | Περγαμίδην | τοὺς | Περγαμίδᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Περγαμίδη | Περγαμίδαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Περγαμίδᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Περγαμίδαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Περγαμίδης < αρχαία ελληνική Πέργαμ(ος) + -ίδης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΠεργαμίδης αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Περγάμου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Πέργαμος
Πηγές
επεξεργασία- Περγαμίδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.