Μυσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μυσία | ||
γενική | της | Μυσίας | ||
αιτιατική | τη | Μυσία | ||
κλητική | Μυσία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μυσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Μυσία < Μυσός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜυσία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μυσία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μυσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.