πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τευχεσ-
ονομαστική τὸ τεῦχος τὰ τεύχη - τεύχε
      γενική τοῦ τεύχους - τεύχεος τῶν τευχῶν - τευχέων
      δοτική τῷ τεύχει - τεύχεῐ̈ τοῖς τεύχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ τεῦχος τὰ τεύχη - τεύχεα
     κλητική ! τεῦχος τεύχη - τεύχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεύχει - τεύχεε
γεν-δοτ τοῖν  τευχοῖν - τευχέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία