κόνξα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόνξα | οι | κόνξες |
γενική | της | κόνξας | — | |
αιτιατική | την | κόνξα | τις | κόνξες |
κλητική | κόνξα | κόνξες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόνξα < (άμεσο δάνειο) αγγλική conk, γ΄ ενικό: conks[1] όπως χρησιμοποιείται και στην περίφραση conk out (παθαίνω βλάβη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόνξα θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)
- καπρίτσιο, νούμερο, πείσμα
- μου κάνει κόνξες επειδή δεν την πήρα τηλέφωνο
- πράξη ή συμπεριφορά αντίδρασης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κόνξα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας