Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conk conks

conk (en)

ενεστώτας conk
γ΄ ενικό ενεστώτα conks
αόριστος conked
παθητική μετοχή conked
ενεργητική μετοχή conking

conk (en)

  1. (αργκό) δίνω μια μπουνιά στα μούτρα
  2. (προφορικό, αμερικανικό) → συνήθως στην έκφραση: conk out (παθαίνω βλάβη)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία