Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
conk
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.2.1
Αλλόγλωσσα παράγωγα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
conk
conks
conk
(en)
(
αργκό
)
μύτη
,
μούτρο
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
conk
γ΄
ενικό
ενεστώτα
conks
αόριστος
conked
παθητική μετοχή
conked
ενεργητική
μετοχή
conking
conk
(en)
(
αργκό
)
δίνω μια
μπουνιά
στα μούτρα
(
προφορικό, αμερικανικό
)
→
συνήθως στην έκφραση:
conk out
(παθαίνω βλάβη)
Αλλόγλωσσα παράγωγα
επεξεργασία
νέα ελληνική
:
κόνξα
(από το γ' πρόσωπο:
conks
)