ενεστώτας conk out
γ΄ ενικό ενεστώτα conks out
αόριστος conked out
παθητική μετοχή conked out
ενεργητική μετοχή conking out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις conk και out

conk out (en)

  1. παθαίνω βλάβη
  2. χάνω τις αισθήσεις μου
  3. πέφτω ξερός, αποκοιμιέμαι
  4. τα τινάζω, πεθαίνω