conk out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | conk out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conks out |
αόριστος | conked out |
παθητική μετοχή | conked out |
ενεργητική μετοχή | conking out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαconk out (en)
- παθαίνω βλάβη
- χάνω τις αισθήσεις μου
- πέφτω ξερός, αποκοιμιέμαι
- τα τινάζω, πεθαίνω