αποκοιμιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκοιμιέμαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀποκοιμοῦμαι, ἀποκοιμάομαι-ῶμαι + -ιέμαι < ἀπό + κοιμῶμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.ciˈmɲe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κοι‐μιέ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααποκοιμιέμαι/αποκοιμάμαι/αποκοιμούμαι, π.αόρ.: αποκοιμήθηκα, μτχ.π.π.: αποκοιμισμένος (αποθετικό ρήμα)
- περνώ στην κατάσταση του ύπνου
- ≈ συνώνυμα: ναρκώνομαι, κοιμάμαι, με παίρνει ο ύπνος
- ※ Δεν πρόλαβε να οριζοντιωθεί κι αποκοιμήθηκε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (συνεκδοχικά) σταματώ να ζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αποκοιμίζω
- αποκοίμιση και αποκοίμισμα
- αποκοιμιστικά (επίρρημα)
- αποκοιμιστικός
→ και δείτε τη λέξη κοιμίζω
Κλίση
επεξεργασίαΗ μετοχή αποκοιμισμένος, όπως στο αποκοιμίζω
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκοιμιέμαι | αποκοιμιόμουν(α) | θα αποκοιμιέμαι | να αποκοιμιέμαι | ||
β' ενικ. | αποκοιμιέσαι | αποκοιμιόσουν(α) | θα αποκοιμιέσαι | να αποκοιμιέσαι | ||
γ' ενικ. | αποκοιμιέται | αποκοιμιόταν(ε) | θα αποκοιμιέται | να αποκοιμιέται | ||
α' πληθ. | αποκοιμιόμαστε | αποκοιμιόμαστε αποκοιμιόμασταν |
θα αποκοιμιόμαστε | να αποκοιμιόμαστε | ||
β' πληθ. | αποκοιμιέστε | αποκοιμιόσαστε αποκοιμιόσασταν |
θα αποκοιμιέστε | να αποκοιμιέστε | αποκοιμιέστε | |
γ' πληθ. | αποκοιμιούνται | αποκοιμιόνταν(ε) αποκοιμιούνταν αποκοιμιόντουσαν |
θα αποκοιμιούνται | να αποκοιμιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκοιμήθηκα | θα αποκοιμηθώ | να αποκοιμηθώ | αποκοιμηθεί | ||
β' ενικ. | αποκοιμήθηκες | θα αποκοιμηθείς | να αποκοιμηθείς | αποκοιμήσου | ||
γ' ενικ. | αποκοιμήθηκε | θα αποκοιμηθεί | να αποκοιμηθεί | |||
α' πληθ. | αποκοιμηθήκαμε | θα αποκοιμηθούμε | να αποκοιμηθούμε | |||
β' πληθ. | αποκοιμηθήκατε | θα αποκοιμηθείτε | να αποκοιμηθείτε | αποκοιμηθείτε | ||
γ' πληθ. | αποκοιμήθηκαν αποκοιμηθήκαν(ε) |
θα αποκοιμηθούν(ε) | να αποκοιμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποκοιμηθεί | είχα αποκοιμηθεί | θα έχω αποκοιμηθεί | να έχω αποκοιμηθεί | αποκοιμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποκοιμηθεί | είχες αποκοιμηθεί | θα έχεις αποκοιμηθεί | να έχεις αποκοιμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποκοιμηθεί | είχε αποκοιμηθεί | θα έχει αποκοιμηθεί | να έχει αποκοιμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκοιμηθεί | είχαμε αποκοιμηθεί | θα έχουμε αποκοιμηθεί | να έχουμε αποκοιμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποκοιμηθεί | είχατε αποκοιμηθεί | θα έχετε αποκοιμηθεί | να έχετε αποκοιμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκοιμηθεί | είχαν αποκοιμηθεί | θα έχουν αποκοιμηθεί | να έχουν αποκοιμηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποκοιμισμένος - είμαστε, είστε, είναι αποκοιμισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποκοιμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποκοιμισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποκοιμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποκοιμισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποκοιμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποκοιμισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκοιμιέμαι