↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκοιμισμένος η αποκοιμισμένη το αποκοιμισμένο
      γενική του αποκοιμισμένου της αποκοιμισμένης του αποκοιμισμένου
    αιτιατική τον αποκοιμισμένο την αποκοιμισμένη το αποκοιμισμένο
     κλητική αποκοιμισμένε αποκοιμισμένη αποκοιμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκοιμισμένοι οι αποκοιμισμένες τα αποκοιμισμένα
      γενική των αποκοιμισμένων των αποκοιμισμένων των αποκοιμισμένων
    αιτιατική τους αποκοιμισμένους τις αποκοιμισμένες τα αποκοιμισμένα
     κλητική αποκοιμισμένοι αποκοιμισμένες αποκοιμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκοιμίζω

αποκοιμισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποκοιμίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία