καλοπροαίρετα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοπροαίρετα < καλοπροαίρετος
Επίρρημα
επεξεργασίακαλοπροαίρετα
- που γίνεται με αγαθή, καλή προαίρεση, με καλή διάθεση, θετική, με σκοπό το καλό (:συχνά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με κάτι αρνητικό ή βλαπτικό που συνέβη όμως λόγω συγκυριών ή εσφαλμένων ενεργειών, και όχι λόγω των αρχικών προθέσεων που ήταν αγαθές)
- Εχεις άδικο, τον παρεξήγησες, ο άνθρωπος σου είπε καλοπροαίρετα να προσέχεις...
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλοπροαίρετα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαλοπροαίρετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλοπροαίρετο