Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈstɔka/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

стока (mk) (stoka)

  1. το ζωικό κεφάλαιο
  2. τα αγαθά
  3. γενική προσβολή, η οποία υπονοεί βλακεία