Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡuːt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Gut die Güter
γενική des Gutes
Guts
der Güter
δοτική dem Gut
Gute
den Gütern
αιτιατική das Gut die Güter

Gut (de) ουδέτερο

  1. το αγαθό
  2. μεγάλο αγρόκτημα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Gut αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Gut < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Gut αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Gut < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Gut αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]