thrift
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαthrift (en)
- (μη μετρήσιμο) η εξοικονόμηση
- ⮡ thrift in oil consumption - εξοικονόμηση στην κατανάλωση πετρελαίου
Πηγές
επεξεργασία- thrift - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 307. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξοικονόμηση