μεταχρονολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταχρονολογημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεταχρονολογώ. Μορφολογικά αναλύεται σε μετα- + χρονολογημένος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.xɾo.no.lo.ʝiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐χρο‐νο‐λο‐τη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαμεταχρονολογημένος, -η, -ο
- (σε έγγραφο) που αναγράφει χρονολογία μεταγενέστερη από την πραγματική (τη χρονολογία της συγγραφής του)
- ⮡ Η εισαγωγή ήταν μεταχρονολογημένη με χρονολογία «1946», αλλά γνωρίζουμε ότι ο συγγραφέας τη συνέταξε πριν το 1940, όπως βεβαιώνει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του.
- (για τσεκ προσωπικού τραπεζικού λογαριασμού) που αναγράφει ημερομηνία μεταγενέστερη από την πραγματική ημερομηνία έκδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι... (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ⮡ (Χρειάζεται παράδειγμα που να δείχνει τι συμβαίνει) μια συνήθης πρακτική στο εμπόριο είναι η πληρωμή των προμηθευτών με μεταχρονολογημένες επιταγές
=Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταχρονολογημένος
|