↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταχρονολογημένος η μεταχρονολογημένη το μεταχρονολογημένο
      γενική του μεταχρονολογημένου της μεταχρονολογημένης του μεταχρονολογημένου
    αιτιατική τον μεταχρονολογημένο τη μεταχρονολογημένη το μεταχρονολογημένο
     κλητική μεταχρονολογημένε μεταχρονολογημένη μεταχρονολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταχρονολογημένοι οι μεταχρονολογημένες τα μεταχρονολογημένα
      γενική των μεταχρονολογημένων των μεταχρονολογημένων των μεταχρονολογημένων
    αιτιατική τους μεταχρονολογημένους τις μεταχρονολογημένες τα μεταχρονολογημένα
     κλητική μεταχρονολογημένοι μεταχρονολογημένες μεταχρονολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταχρονολογημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεταχρονολογώ. Μορφολογικά αναλύεται σε μετα- + χρονολογημένος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.xɾo.no.lo.ʝiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐χρο‐νο‐λο‐τη‐μέ‐νος

μεταχρονολογημένος, -η, -ο

  1. (σε έγγραφο) που αναγράφει χρονολογία μεταγενέστερη από την πραγματική (τη χρονολογία της συγγραφής του)
    ⮡  Η εισαγωγή ήταν μεταχρονολογημένη με χρονολογία «1946», αλλά γνωρίζουμε ότι ο συγγραφέας τη συνέταξε πριν το 1940, όπως βεβαιώνει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του.
  2. (για τσεκ προσωπικού τραπεζικού λογαριασμού) που αναγράφει ημερομηνία μεταγενέστερη από την πραγματική ημερομηνία έκδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι... (Χρειάζεται επεξεργασία)
    ⮡  (Χρειάζεται παράδειγμα που να δείχνει τι συμβαίνει) μια συνήθης πρακτική στο εμπόριο είναι η πληρωμή των προμηθευτών με μεταχρονολογημένες επιταγές

=Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία