τσεκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσεκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική cheque < exchequer < παλαιά γαλλική eschequier < eschec < μεσαιωνική λατινική scaccus < αραβική شاه (šāh) < περσική شاه (šâh: βασιλιάς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσεκ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) ειδική και επίσημη έντυπη φόρμα που δίνει το δικαίωμα στον κομιστή να εισπράξει το ποσό που αναγράφεται