κομιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κομιστής | οι | κομιστές |
γενική | του | κομιστή | των | κομιστών |
αιτιατική | τον | κομιστή | τους | κομιστές |
κλητική | κομιστή | κομιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κομιστής < κομίζω κομισ- + -τής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.miˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομιστής αρσενικό (θηλυκό κομίστρια)
- αυτός που φέρνει, κομίζει κάτι[1]
- ⮡ κομιστής επιστολής, σημειώματος
- ⮡ κομιστής χαρμόσυνων ειδήσεων
- (νομικός όρος) κάτοχος χρεογράφου που μπορεί να απαιτήσει από τον εκδότη την πληρωμή του αναγραφόμενου ποσού στον αποδέκτη, με την επίδειξή του[2]
- ⮡ κομιστής μιας συναλλαγματικής
- ⮡ Ο κομιστής ενός χρεογράφου μπορεί να είναι τρίτο πρόσωπο, να μην είναι ο αποδέκτης.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομιστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακομιστής αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κομιστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κομιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ κομιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)