fournisseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fournisseur | fournisseurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
fournisseur (fr) αρσενικό
- ο κομιστής, ο προμηθευτής
ενικός | πληθυντικός |
fournisseur | fournisseurs |
fournisseur (fr) αρσενικό