τσεκάπ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσεκάπ ουδέτερο άκλιτο
- συστηματικός έλεγχος της υγείας που επαναλαμβάνεται για προληπτικους λόγους σε τακτά χρονικά διαστήματα
Εκφράσεις επεξεργασία
- πάω για το ετήσιο τσεκάπ μου: για τον προληπτικό έλεγχο υγείας που κάνω κάθε χρόνο