Ετυμολογία

επεξεργασία
شاه < (άμεσο δάνειο) περσική شاه (šâh)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε το περσικό شاه

Ουσιαστικό

επεξεργασία

شاه (شَاه) (ar) (šāh) αρσενικό

  1. ο σάχης
  2. (σκάκι) το σκάκι