Ετυμολογία

επεξεργασία
شاه < (άμεσο δάνειο) περσική شاه (šâh)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε το περσικό شاه

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

شاه (شَاه) (ar) (šāh) αρσενικό

  1. ο σάχης
  2. (σκάκι) το σκάκι



  Ετυμολογία

επεξεργασία
شاه < (κληρονομημένο) μέση περσική < αρχαία περσική < πρωτοϊρανική < πρωτοϊνδοϊρανική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek- (παίρνω την εξουσία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

شاه (fa) (šâh)

  1. ο σάχης
  2. (σκάκι) το σκάκι

Απόγονοι

επεξεργασία

شاه (šâh) (περσικά)

αραβικά: شاه (šāh)
ιταλικά: scacco μέσω δημώδους λατινικής
νέα ελληνικά: σκάκι (από τον πληθυντικό scacchi)
παλαιά γαλλικά:  
γαλλικά: échec
μέση αγγλική: chek
αγγλικά: cheque
μέση αγγλική: chekke
αγγλικά: chess
ιταλικά: scià
οθωμανικά τουρκικά: شاه (shâh)
τουρκικά: şah
αλβανικά: shah
μεσαιωνικά ελληνικά: σάχης
νέα ελληνικά: σάχης
ρωσικά: шах (šax)

→ και δείτε  τους πολλούς απογόνους στο αγγλικό Βικιλεξικό