Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάχης οι σάχηδες
      γενική του σάχη των σάχηδων
    αιτιατική τον σάχη τους σάχηδες
     κλητική σάχη σάχηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάχης < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σάχης < περσική شاه (shāh, βασιλιάς) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsa.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σά‐χης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάχης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα