scacco
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈskak.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : scàc‐co
Ουσιαστικό
επεξεργασίαscacco (it) αρσενικό (πληθυντικός scacchi)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- scacco - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).