scacchi
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαscacchi (it) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (σκάκι) το σκάκι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: σκάκι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαscacchi (it) αρσενικό
scacchi (it) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
scacchi (it) αρσενικό