Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελεύθερος χρόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πολυλεκτικός όρος
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελεύθερος χρόνος
→
δείτε
τις λέξεις
ελεύθερος
και
χρόνος
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
ελεύθερος χρόνος
αρσενικό
ο προσωπικός μας χρόνος
εκτός
εργασίας
, ο οποίος συνήθως αφιερώνεται σε ευχάριστες
ασχολίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελεύθερος χρόνος
αγγλικά
:
leisure time
(en)
,
free time
(en)
γαλλικά
:
loisirs
(fr)
,
temps libre
(fr)