Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεύθερος χρόνος → δείτε τις λέξεις ελεύθερος και χρόνος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ελεύθερος χρόνος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία