Δείτε επίσης: αχρόνιαστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρόνιστος η αχρόνιστη το αχρόνιστο
      γενική του αχρόνιστου της αχρόνιστης του αχρόνιστου
    αιτιατική τον αχρόνιστο την αχρόνιστη το αχρόνιστο
     κλητική αχρόνιστε αχρόνιστη αχρόνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρόνιστοι οι αχρόνιστες τα αχρόνιστα
      γενική των αχρόνιστων των αχρόνιστων των αχρόνιστων
    αιτιατική τους αχρόνιστους τις αχρόνιστες τα αχρόνιστα
     κλητική αχρόνιστοι αχρόνιστες αχρόνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχρόνιστος < χρονίζω

  Επίθετο επεξεργασία

αχρόνιστος

  • αυτός που δεν έχει χρονίσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία