Ετυμολογία

επεξεργασία
χρονίζω <

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾoˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: }χρο‐νί‐ζω

χρονίζω, πρτ.: χρόνιζα, αόρ.: χρόνισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. γίνομαι ενός έτους, κλείνω ένα χρόνο ζωής
    ⮡ Χρόνισε κιόλας το παιδί; Να σας ζήσει!
    ⮡  Δεν το πιστεύω ότι χρόνισε αυτή η κυβέρνηση!
     συνώνυμα: χρονιάζω
  2. καθυστερώ
     συνώνυμα: χρονοτριβώ, χασομεράω [2]
  3. (γενικότερα) τραβάω σε μάκρος, χωρίς να υπάρχει εξέλιξη
    ⮡  Άντε ρε παιδιά, πάρτε μια απόφαση να ξεμπερδεύουμε. Χρονίσαμε εδώ πέρα.
     συνώνυμα: διαιωνίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χρονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



  Ετυμολογία

επεξεργασία

χρονίζω < χρόν(ος) + -ίζω

χρονίζω

  1. περνώ ένα χρονικό διάστημα κάπου, δαπανώ πολύτιμο χρόνο, καθυστερώ, χρονοτριβώ
    ⮡  Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον καὶ παραφρονήσαντι.... χρειάζεται παράθεμα
  2. επιμηκύνομαι, παρατείνομαι (π.χ. για ασθένεια κ.ά.)
    ⮡  πολέμου χρονισθέντος
  3. μεγαλώνω σε ηλικία
    ⮡  χρονισθεὶς δ᾽ ἀπέδειξεν ἔθος: όταν ενηλικιώθηκε έδειξε ότι ...
  4. παλιώνω (π.χ. για κρασί)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χρόνος