χρονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρονισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρονισμός αρσενικό
- η ρύθμιση ενός μηχανισμού ώστε κάποια λειτουργία του να συμβαίνει σε κατάλληλο χρόνο, σχετικό με άλλη λειτουργία της
- η επιλογή του χρόνου στο οποίο θα γίνει κάποια ενέργεια