Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtaɪmɪŋ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
timing timings

timing (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το χρονοδιάγραμμα, ο χρόνος, η ενέργεια του να επιλέγω όταν συμβαίνει κάτι· ένα συγκεκριμένο σημείο ή χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάτι συμβαίνει ή σχεδιάζεται
    ⮡  timing of the implementation of various measures - χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των διαφόρων μέτρων
    ⮡  the timing of the transaction - ο χρόνος της συναλλαγής
    ⮡  We had a problem with the timing.
    Είχαμε ένα πρόβλημα με την κατανομή του χρόνου.
  2. (μη μετρήσιμο) ο συγχρονισμός, ο επαναλαμβανόμενος ρυθμός κάτι· η ικανότητα παραγωγής αυτού
    ⮡  The timing of the dancers’ movements was excellent.
    Ο συγχρονισμός στις κινήσεις των χορευτών ήταν άριστος.
  3. (μη μετρήσιμο) η χρονομέτρηση, η ενέργεια του να χρονομετρώ
    ⮡  timing of a sporting event/of a speech - χρονομέτρηση ενός αθλητικού αγωνίσματος/μιας ομιλίας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη time

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

timing (en)