διαιωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.e.oˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αι‐ω‐νί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαιωνίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαιωνίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαιωνίζομαι
- (ελληνιστική κοινή) μεσοπαθητική φωνή του ρήματος διαιωνίζω