χρονίζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χρονίζων | η | χρονίζουσα | το | χρονίζον |
γενική | του | χρονίζοντος & χρονίζοντα1 |
της | χρονίζουσας & χρονιζούσης* |
του | χρονίζοντος |
αιτιατική | τον | χρονίζοντα | τη | χρονίζουσα | το | χρονίζον |
κλητική | χρονίζων | χρονίζουσα | χρονίζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χρονίζοντες | οι | χρονίζουσες | τα | χρονίζοντα |
γενική | των | χρονιζόντων | των | χρονιζουσών | των | χρονιζόντων |
αιτιατική | τους | χρονίζοντες | τις | χρονίζουσες | τα | χρονίζοντα |
κλητική | χρονίζοντες | χρονίζουσες | χρονίζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρονίζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρονίζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χρονίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾoˈni.zon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νί‐ζων
- ομόηχο: χρονίζον
Μετοχή
επεξεργασίαχρονίζων
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χρονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρονίζων
|