χρονιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾoˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : }χρο‐νιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαχρονιάζω, πρτ.: χρόνιαζα, αόρ.: χρόνιασα (χωρίς παθητική φωνή)
- συνώνυμο του χρονίζω
- στη σημασία: γίνομαι ενός έτους
- (γενικότερα) συμπληρώνω ένα έτος μετά από ένα γεγονός [2]
- ⮡ Χρόνιασε, ο πατέρας μου· θα κάνουμε το μνημόσυνο μεθαύριο. (εννοείται: ο μακαρίτης ο πατέρας μου)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χρόνος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρονιάζω | χρόνιαζα | θα χρονιάζω | να χρονιάζω | χρονιάζοντας | |
β' ενικ. | χρονιάζεις | χρόνιαζες | θα χρονιάζεις | να χρονιάζεις | χρόνιαζε | |
γ' ενικ. | χρονιάζει | χρόνιαζε | θα χρονιάζει | να χρονιάζει | ||
α' πληθ. | χρονιάζουμε | χρονιάζαμε | θα χρονιάζουμε | να χρονιάζουμε | ||
β' πληθ. | χρονιάζετε | χρονιάζατε | θα χρονιάζετε | να χρονιάζετε | χρονιάζετε | |
γ' πληθ. | χρονιάζουν(ε) | χρόνιαζαν χρονιάζαν(ε) |
θα χρονιάζουν(ε) | να χρονιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρόνιασα | θα χρονιάσω | να χρονιάσω | χρονιάσει | ||
β' ενικ. | χρόνιασες | θα χρονιάσεις | να χρονιάσεις | χρόνιασε | ||
γ' ενικ. | χρόνιασε | θα χρονιάσει | να χρονιάσει | |||
α' πληθ. | χρονιάσαμε | θα χρονιάσουμε | να χρονιάσουμε | |||
β' πληθ. | χρονιάσατε | θα χρονιάσετε | να χρονιάσετε | χρονιάστε | ||
γ' πληθ. | χρόνιασαν χρονιάσαν(ε) |
θα χρονιάσουν(ε) | να χρονιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρονιάσει | είχα χρονιάσει | θα έχω χρονιάσει | να έχω χρονιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρονιάσει | είχες χρονιάσει | θα έχεις χρονιάσει | να έχεις χρονιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρονιάσει | είχε χρονιάσει | θα έχει χρονιάσει | να έχει χρονιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρονιάσει | είχαμε χρονιάσει | θα έχουμε χρονιάσει | να έχουμε χρονιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρονιάσει | είχατε χρονιάσει | θα έχετε χρονιάσει | να έχετε χρονιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρονιάσει | είχαν χρονιάσει | θα έχουν χρονιάσει | να έχουν χρονιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρονιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρονιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)