Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονιάζω < χρόν(ος) (στη σημασία: έτος) + -ιάζω.[1] Συγκρίνετε με το χρονίζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾoˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: }χρο‐νιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

χρονιάζω, πρτ.: χρόνιαζα, αόρ.: χρόνιασα (χωρίς παθητική φωνή)

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χρόνος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. χρονιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)