χρόνιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρόνιασμα < χρονιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρόνιασμα ουδέτερο
- η συμπλήρωση ενός χρόνου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρόνιασμα
|
χρόνιασμα ουδέτερο
|