Δείτε επίσης: αχρόνιστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρόνιαστος η αχρόνιαστη το αχρόνιαστο
      γενική του αχρόνιαστου της αχρόνιαστης του αχρόνιαστου
    αιτιατική τον αχρόνιαστο την αχρόνιαστη το αχρόνιαστο
     κλητική αχρόνιαστε αχρόνιαστη αχρόνιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρόνιαστοι οι αχρόνιαστες τα αχρόνιαστα
      γενική των αχρόνιαστων των αχρόνιαστων των αχρόνιαστων
    αιτιατική τους αχρόνιαστους τις αχρόνιαστες τα αχρόνιαστα
     κλητική αχρόνιαστοι αχρόνιαστες αχρόνιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχρόνιαστος < χρονιάζω

  Επίθετο επεξεργασία

αχρόνιαστος

  1. αχρόνιστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία