Δείτε επίσης: πρωτόχρονος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πρωτοχρονιά οι Πρωτοχρονιές
      γενική της Πρωτοχρονιάς των (Πρωτοχρονιών)
    αιτιατική την Πρωτοχρονιά τις Πρωτοχρονιές
     κλητική Πρωτοχρονιά Πρωτοχρονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πρωτοχρονιά < πρωτο- + χρονιά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.to.xɾoˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρω‐το‐χρο‐νιά

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πρωτοχρονιά θηλυκό

  1. η πρώτη μέρα του καινούργιου έτους, η 1η Ιανουαρίου
    ⮡ Καλή Πρωτοχρονιά με υγεία και επιτυχία σε όλες και όλους!
  2. (συνεκδοχικά) η γιορτή που γίνεται για τον ερχομό του νέου έτους
    ※  Οι Πρωτοχρονιές έγιναν ένα ατελείωτο γλέντι, υποχρεωτικό συχνά λόγω της μέρας, τα ρεβεγιόν περνούσαν κι έρχονταν με διαφορετικά σκούρα κουστούμια, με διαφορετικούς έρωτες, με διαφορετική διάθεση. Υπήρξαν οι Πρωτοχρονιές του φτωχού και του πλούσιου, οι Πρωτοχρονιές του μόνου και θλιμμένου, οι άλλες του ευτυχισμένου άντρα. (www.enet.gr)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία