πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι καλένδες
      γενική των καλενδών
    αιτιατική τις καλένδες
     κλητική καλένδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλένδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • παραπέμπω κάτι στις καλένδες ή παραπέμπω κάτι στις ελληνικές καλένδες: αναβάλλω κάτι επ’ αόριστον, ουσιαστικά ματαιώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία