novjartago
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /novjarˈtaɡo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novjartago | novjartagoj |
αιτιατική | novjartagon | novjartagojn |
novjartago (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novjartago | novjartagoj |
αιτιατική | novjartagon | novjartagojn |
novjartago (eo)