τῷ χρόνῳ ποτέ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατῷ χρόνῳ ποτὲ
- επιτέλους, κάποτε
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 1041 (1040-1042)
- ἀλλ᾽, ὦ πατρῴα γῆ θεοί τ᾽ ἐπόψιοι, | τείσασθε τείσασθ᾽ ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτὲ | ξύμπαντας αὐτούς, εἴ τι κἄμ᾽ οἰκτίρετε.
- Μα ω πατρική μου χώρα, ω θεοί, που από ψηλά τα βλέπετ᾽ όλα, | εκδικηθείτε μια φορά επιτέλους, | εκδικηθείτε όλους αυτούς, αν κάποια φυλάτε και για μένα ψυχοπόνια,
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1013 (1013-1014)
- αὐτὴ δὲ νοῦν σχὲς ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτέ, | σθένουσα μηδὲν τοῖς κρατοῦσιν εἰκαθεῖν.
- Και συ, καν τώρα, βάλε νου επιτέλους, | κι αφού δεν έχεις δύναμη, να κλίνεις σ᾽ αυτούς, που εξουσιάζουν, τον αυχένα.
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- αὐτὴ δὲ νοῦν σχὲς ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτέ, | σθένουσα μηδὲν τοῖς κρατοῦσιν εἰκαθεῖν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 865
- ἦ μὴν σὺ τούτοις τῷ χρόνῳ ποτ᾽ ἀχθέσει.
- Μα κάποτε γι᾽ αυτό θα μετανιώσεις.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἦ μὴν σὺ τούτοις τῷ χρόνῳ ποτ᾽ ἀχθέσει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 1041 (1040-1042)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χρόνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.