μεσοχρόνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσοχρόνιος < ελληνιστική κοινή μεσοχρόνιος[1] < αρχαία ελληνική μέσος + χρόνος
Επίθετο
επεξεργασίαμεσοχρόνιος, -α, -ο
- που βρίσκεται στον μέσο όρο όσον αφορά τη διάρκεια της ζωής του
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσοχρόνιος
|
- ↑ μεσοχρόνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.