ολιγοχρόνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγοχρόνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀλιγοχρόνιος (που ζει λίγα χρόνια). Συγχρονικά αναλύεται σε ολιγο- + χρόνιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.li.ɣoˈxɾo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐γο‐χρό‐νι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαολιγοχρόνιος
- λόγια μορφή του ολιγόχρονος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- λιγόχρονος (που ζει λίγα χρόνια)
- πολύχρονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοχρόνιος
|