Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγόχρονος η λιγόχρονη το λιγόχρονο
      γενική του λιγόχρονου της λιγόχρονης του λιγόχρονου
    αιτιατική τον λιγόχρονο τη λιγόχρονη το λιγόχρονο
     κλητική λιγόχρονε λιγόχρονη λιγόχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγόχρονοι οι λιγόχρονες τα λιγόχρονα
      γενική των λιγόχρονων των λιγόχρονων των λιγόχρονων
    αιτιατική τους λιγόχρονους τις λιγόχρονες τα λιγόχρονα
     κλητική λιγόχρονοι λιγόχρονες λιγόχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγόχρονος < λίγος + χρόνος

  Επίθετο επεξεργασία

λιγόχρονος

  Μεταφράσεις επεξεργασία