Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιγόχρονος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιγόχρον
ος
η
λιγόχρον
η
το
λιγόχρον
ο
γενική
του
λιγόχρον
ου
της
λιγόχρον
ης
του
λιγόχρον
ου
αιτιατική
τον
λιγόχρον
ο
τη
λιγόχρον
η
το
λιγόχρον
ο
κλητική
λιγόχρον
ε
λιγόχρον
η
λιγόχρον
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιγόχρον
οι
οι
λιγόχρον
ες
τα
λιγόχρον
α
γενική
των
λιγόχρον
ων
των
λιγόχρον
ων
των
λιγόχρον
ων
αιτιατική
τους
λιγόχρον
ους
τις
λιγόχρον
ες
τα
λιγόχρον
α
κλητική
λιγόχρον
οι
λιγόχρον
ες
λιγόχρον
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιγόχρονος
<
λίγος
+
χρόνος
Επίθετο
επεξεργασία
λιγόχρονος
που διαρκεί
λίγο
χρόνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιγόχρονος