Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημίχρονο τα ημίχρονα
      γενική του ημιχρόνου
ημίχρονου
των ημιχρόνων
    αιτιατική το ημίχρονο τα ημίχρονα
     κλητική ημίχρονο ημίχρονα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημίχρονο < ημι- + χρόνος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική half-time

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημίχρονο ουδέτερο

  1. το μέρος ενός αθλητικού αγώνα που έχει διάρκεια ίση με το μισό της συνολικής
  2. το διάλειμμα ανάμεσα στα δύο μέρη ενός αγώνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία