Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αχρονολόγητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αχρονολόγητ
ος
η
αχρονολόγητ
η
το
αχρονολόγητ
ο
γενική
του
αχρονολόγητ
ου
της
αχρονολόγητ
ης
του
αχρονολόγητ
ου
αιτιατική
τον
αχρονολόγητ
ο
την
αχρονολόγητ
η
το
αχρονολόγητ
ο
κλητική
αχρονολόγητ
ε
αχρονολόγητ
η
αχρονολόγητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αχρονολόγητ
οι
οι
αχρονολόγητ
ες
τα
αχρονολόγητ
α
γενική
των
αχρονολόγητ
ων
των
αχρονολόγητ
ων
των
αχρονολόγητ
ων
αιτιατική
τους
αχρονολόγητ
ους
τις
αχρονολόγητ
ες
τα
αχρονολόγητ
α
κλητική
αχρονολόγητ
οι
αχρονολόγητ
ες
αχρονολόγητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αχρονολόγητος
<
α-
+
χρονολογώ
+
-τος
< (
μεταφραστικό δάνειο
)
γερμανική
undatiert
Επίθετο
επεξεργασία
αχρονολόγητος
που δεν έχει
χρονολογηθεί
ή δεν μπορεί να
χρονολογηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
χρονολογημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχρονολόγητος
αγγλικά
:
undated
(en)
,
dateless
(en)
γαλλικά
:
non
daté
(fr)
γερμανικά
:
undatiert
(de)